Ενα έθιμο που προέρχεται από την Κίο της Μικράς Ασίας και συγκεντρώνει πλήθος κόσμου εντός και εκτός Αργολίδας, αφού είναι μοναδικό στο είδος του.

Ο Βαραββάς, είναι ένα μεγάλο ομοίωμα ανθρώπου, που ετοιμάζεται με ιδιαίτερη επιμέλεια από τους υπαλλήλους του Δήμου Άργους το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής.
Στήνεται σε βάθρο ύψους 8 περίπου μέτρων και το βράδυ παραδίνεται στην πυρά, κατά την ώρα της Περιφοράς του Επιταφίου.

…………………………………………………………………………………
Η Παλαιά Κίος της Βιθυνίας στη Μικρά Ασία είχε πέντε ενορίες. Από ενωρίς της Μ. Τεσσαρακοστής του Πάσχαάρχιζε ή συλλογή των υλικών για το κάψιμο του Βαραβά κατάτην Μ. Παρασκευή. Τις εσπερινές και νυκτερινές ώρες μεταξύ των νέων κάθε ενορίας παρετηρείτο μεγάλη κίνηση ή όποια πολλές φορές εξελίσσετο σε πετροπόλεμο, διότι οι νέοι της μιας ενορίας προσπαθούσαν να κλέψουν τα υλικά της άλλης ή να τα καταστρέψουν ώστε να μην μπορέσουν αυτοί να πραγματοποιήσουν το έθιμο και να μείνουν μόνο αυτοί. Τα υλικά ήσαν ένα μεγάλο ξύλο πού καρφωνόταν στη γη και επάνω του κρεμόταν ομοίωμα του Bαραβά πολλά άχυρα ή κλαδιά τα όποια θα μετέδιδαν το πυρ. Το κάψιμο γινόταν σε κάποιο μέρος άπ’ όπου θα περνούσε ό επιτάφιος και ακριβώς την ώρα πού θα έφθανε στο σημείο αυτό.

Στις 10 το πρωί της Κυριακής του Πάσχα ο κλήρος και οι πιστοί των πέντε εκκλησιών συγκεντρώνονταν στο Μητροπολιτικό Μέγαρο. Σχηματιζόταν πομπή προπορευόμενου του Μητροπολίτου του Κλήρου και ακολουθούντων των πιστών (με μεγάλη στολή οι κληρικοί, άμφια) κατευθύνονταν στην συνοικία πού βρίσκεται ή εκκλησία«Παζαριώτισσα» διότι ήταν κοντά στο παζάρι. Εκεί ο Μητροπολίτης έλεγε το Ευαγγέλιο της Αναστάσεως. Αμέσως οι ιερείς έλεγαν με την σειρά το ίδιο Ευαγγέλιο σε διάφορες γλώσσες και τελευταίος ο Διάκος έλεγε πάλι το Ευαγγέλιο στα Ελληνικά από του άμβωνος. Έπειτα ή ίδια πομπή επέστρεφε στο Μητροπολιτικό Μέγαρο και διαλυόταν.
Κατά την πρώτη Ανάσταση
Μετά την απόλυση και χωρίς να ξεντυθεί ό Μητροπολίτης κατευθύνονταν όλοι στο Μητροπολιτικό Μέγαρο, εν πομπή δηλαδή, εκεί οι πιστοί έτρωγαν ένα κόκκινο αυγό και ένα κουλούρι. Τα Χριστούγεννα γινότανε το ίδιο, οι πιστοί έπιναν μία κούπα ζωμού από κρέας μοσχαρίσιο, και έτρωγαν και λίγο μοσχάρι.
Πηγή
- Κώστα Δ. Σεραφείμ, «Λαογραφικά της Αργολίδος», Αθήνα, 1981.