Το 2027 φαίνεται τελικά το ορόσημο για το αν θα ενεργοποιηθεί η ρήτρα για τον επανυπολογισμό των ορίων ηλικίας για συνταξιοδότηση, καθώς η αρνητική δημογραφική εξέλιξη της τελευταίας δεκαετίας κρατά χαμηλά τον πήχη της πλειονότητας των συντάξεων (60%), κάτω από τα 700 ευρώ.
Ακόμη και ο νόμος Κατρούγκαλου προβλέπει την τακτική επανεξέταση των γενικών ορίων συνταξιοδότησης στη χώρα μας. Προς ώρας πάντως η κυβέρνηση αποκλείει κατηγορηματικά αυτό το ενδεχόμενο, τουλάχιστον για τα επόμενα τρία χρόνια.
Θυμίζουμε ότι σύμφωνα με τον νόμο από 1.1.2024 τα όρια ηλικίας θα ανακαθορίζονται ανά τριετία, με βάση πάντα το προσδόκιμο ζωής. Από το 2010 έως το 2015 είχαμε αύξηση του προσδόκιμου ζωής (περίπου 7 έως 12 μήνες). Ωστόσο την περίοδο 2015 – 2020 δεν σημειώθηκε αντίστοιχη αύξηση.
Πλέον όμως η εξέλιξη των δημογραφικών μεγεθών στη χώρα μας είναι απογοητευτική, ειδικά για την περίοδο 2011 – 2022, σύμφωνα με τον πρόεδρο του ΕΝΥΠΕΚ Αλέξη Μητρόπουλο.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ δείχνουν ως προς τις γεννήσεις ότι κατά το έτος 2022 ανήλθαν σε 76.541 (39.558 αγόρια και 36.983 κορίτσια). Μειώθηκαν κατά 10,3% σε σχέση με το 2021 που ήταν 85.346 (43.998 αγόρια και 41.348 κορίτσια).
Αντίστοιχα οι θάνατοι έφτασαν την ίδια περίοδο τους 140.801 και μειώθηκαν κατά 2,2% σε σχέση με το 2021.
Η επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος θέτει επώδυνα διλήμματα για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων που επιφέρει στο ασφαλιστικό σύστημα, το οποίο χωρίς τη λήψη μέτρων θα οδηγηθεί – αργά αλλά σταθερά – σε κατάρρευση.
Σήμερα τα όρια ηλικίας έχουν κλειδώσει σε δύο βασικές κατηγορίες: οι εργαζόμενοι μπορούν να συνταξιοδοτηθούν είτε στα 62 έτη, με την προϋπόθεση όμως ότι θα έχουν συμπληρώσει 40 έτη ασφάλισης (12.000 ένσημα), είτε στα 67 έτη, με συμπληρωμένη απλώς μια 15ετία (4.500 ένσημα).
Στην έκθεσή του για τα συνταξιοδοτικά συστήματα των χωρών – μελών του, ο ΟΟΣΑ, αναφερόμενος στη χώρα μας, κάνει την εκτίμηση ότι ίσως μέχρι το 2050, λόγω βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής, θα πρέπει να αυξηθεί το όριο ηλικίας κατά 2,8 έτη.
Την ίδια ώρα, σύμφωνα με τις κατευθύνσεις της Eurostat (Ageing Report 2024) με βάση τόσο το προσδόκιμο ζωής όσο και το ύψος της συνταξιοδοτικής δαπάνης, η Ελλάδα, που το τρέχον έτος 2024 έχει γενικό όριο ηλικίας συνταξιοδότησης τα 67 και τα 62 έτη για πρόωρη συνταξιοδότηση, το 2030 θα πρέπει να το αυξήσει κατά ενάμισι έτος, στα 68,5 έτη, και για την πρόωρη συνταξιοδότηση κατά ένα έτος και τρεις μήνες, στα 63,5 έτη. Μάλιστα για τις γυναίκες, λόγω του μεγαλύτερου προσδόκιμου ζωής, υποδεικνύει αύξηση του ορίου ηλικίας το 2030 κατά έναν μήνα περισσότερο, στα 68,6 και στα 63,6 έτη για πρόωρη συνταξιοδότηση.
Μέτρα – σοκ ή εξτρά χρηματοδότηση
Την ίδια ώρα όμως, ελληνικές μελέτες πανεπιστημιακών προτείνουν μέτρα – σοκ ή χρηματοδότηση του συστήματος με πρόσθετους πόρους, ύψους 0,5% του ΑΕΠ.
Το δίλλημα αύξηση ορίων ή κατάρρευση, παραμένει, υπό το βάρος των διαρκώς επιδεινούμενων στοιχείων του δημογραφικού προβλήματος.
Συγκεκριμένα οι δημογραφικές προβολές δείχνουν ότι το 2050 το γενικό όριο ηλικίας στη χώρα μας θα πρέπει να φτάσει στα 70,5 έτη και με πρόωρη σύνταξη στα 65,5 έτη, ενώ το 2070 τα όρια ηλικίας θα πρέπει να αγγίξουν τα 72,5 έτη και με πρόωρη σύνταξη τα 67,5 έτη.
Σημειώνουμε ότι η Ελλάδα έχει το υψηλότερο όριο ηλικίας συνταξιοδότησης μαζί με τη Γαλλία (67 και 62 έτη μετά τη μεταρρύθμιση Μακρόν) και την Ιταλία (67 και 64 έτη).
Τα χαμηλότερα όρια ηλικίας έχουν η Τσεχία (63,9 και 60 έτη), η Λιθουανία (63 και 61 έτη), η Εσθονία (64,4 και 59,2 έτη) και η Μάλτα (63 και 61 έτη).
Όπως και να έχει όμως η επιδείνωση αυτή οφείλεται αφενός στην αναμενόμενη αύξηση του προσδόκιμου ζωής και αφετέρου στη μείωση του πληθυσμού που είναι σε εργασιακή ηλικία (20-64 ετών), που στην Ελλάδα θα φτάσει έως και το 35%. Ωστόσο ώς το 2050 θα διπλασιαστεί ο αριθμός των συνταξιούχων που αντιστοιχεί σε κάθε 100 εργαζόμενους. Δηλαδή, ενώ το 1990 η αναλογία ήταν 22,9 άτομα άνω των 65 ετών ανά 100 εργαζόμενους, το 2020 η αναλογία βρέθηκε στο 37,8 και το 2050 θα φτάσει στο 75.
Ενδεικτικά είναι τα στοιχεία σύμφωνα με τα οποία – εάν δεν επιλυθεί το οξύτατο εθνικό δημογραφικό πρόβλημα – κατά το έτος 2070, κάθε ένα άτομο ηλικίας άνω των 65 ετών θα αντιστοιχεί σε ένα – ίσως και λιγότερο – άτομο σε ηλικία εργασίας, δηλαδή οικονομικά ενεργό.
Καθοριστικό ρόλο στην περαιτέρω επιδείνωση του ασφαλιστικού προβλήματος διαδραματίζουν η μείωση των γεννήσεων, ο διπλασιασμός των ηλικιωμένων και η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, που επιδεινώνουν περαιτέρω τα στοιχεία της ήδη απασφαλισμένης δημογραφικής βόμβας και θέτουν εν αμφιβόλω το μέλλον του ασφαλιστικού συστήματος και τη δυνατότητα παροχής εγγυημένων συντάξεων.
Ο πληθυσμός της χώρας μας, εκτός από μειωμένος, εμφανίζεται και εξαιρετικά γηρασμένος. Ο δείκτης εξάρτησης ηλικιωμένων από 34,6 το 2019 υπολογίζεται σε 59,9 το 2070. Στην περίπτωση αυτή το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης εκτιμάται ότι θα επιβαρυνθεί, μόνο εξαιτίας της αύξησης του προσδόκιμου ζωής, κατά 49,4 δισ. ευρώ.
Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η εξέλιξη των συντάξεων, οι οποίες μειώθηκαν με τις μνημονιακές υποχρεώσεις της χώρας από το 2012 ώς το 2018.
Σύμφωνα με τον ΕΝΥΠΕΚ, η μέση κύρια σύνταξη ανέρχεται στα 795,05 ευρώ μεικτά (747,34 ευρώ καθαρά) και είναι η χαμηλότερη σε όλες τις χώρες της ΟΝΕ. Η μέση επικουρική σύνταξη ανέρχεται στα 196 ευρώ μεικτά (184,24 ευρώ καθαρά) και το μέσο μέρισμα ανέρχεται στα 111,24 ευρώ μεικτά (104,56 ευρώ καθαρά).
Στην έκθεση της ΗΔΙΚΑ αναφορικά με την ηλικία των συνταξιοδοτουμένων, προκύπτει ότι στο σύνολο των συνταξιούχων (2.483.573) το 90,3% των συνταξιούχων (2.244.675) είναι άνω των 60 ετών και μόνο το 4,85% (120.561) είναι κάτω των 55 ετών (χήρες – ορφανά).