Του Κώστα Μπογδανίδη
Πάνω από 4 δεκαετίες έχουν περάσει από την απόφαση καθιέρωσης του μονοτονικού συστήματος στην Ελλάδα και ήδη μια γενιά- δυο γενιές δεν γνωρίζουν καθόλου τις δασείες, τις περισπωμένες και τα σημεία στίξης που μεγάλωσαν όλες οι προηγούμενες γενιές!
Το Νοέμβριο του 1981 ελήφθη η απόφαση για την κατάργηση του πολυτονικού συστήματος και τον Ιανουάριο του 1982 σε μια θυελλώδη συνεδρίαση ψηφίστηκε από τη βουλή η απόφαση που ακόμη και σήμερα αμφισβητείται!
Είναι αρκετοί ακόμη και τώρα που θεωρούν ότι η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος έκανε ζημιά στη γλώσσα μας, έπληξε λένε την εθνική μας ταυτότητα…
Και όμως το μονοτονικό σύστημα είχε ήδη αρχίσει να χρησιμοποιείται από κάποιες εφημερίδες και να υιοθετείται από συγγραφείς και γλωσσολόγους στα κείμενά τους ακόμα και πριν την επίσημη καθιέρωσή του. Είχε δηλαδή προετοιμαστεί το έδαφος για να γίνει δεκτό, και οι όποιες αντιθέσεις που ίσως να υπήρχαν είχαν ατονήσει με τον καιρό.
Φυσικά είναι προφανές ότι η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος ωφελούσε οικονομικά τους εκδοτικούς οίκους, τις υπηρεσίες του κράτους και τις εφημερίδες, καθώς το κόστος για την έκδοση κειμένων, βιβλίων και εγγράφων στο μονοτονικό σύστημα ήταν πολύ μικρότερο απ’ ό,τι στο πολυτονικό. Το μονοτονικό σύστημα διευκόλυνε όμως και τη ζωή των απλών ανθρώπων, αφού πλέον δε θα ήταν υποχρεωμένοι να μαθαίνουν τους κανόνες τονισμού. Το γεγονός αυτό φαίνεται πως περιόρισε τις όποιες αντιδράσεις μεταξύ των πολιτών της χώρας.
Στη Βουλή πάντως η μέρα ή μάλλον η…νύχτα της ψήφισης του νόμου έγινε μία μικρή…επανάσταση.
Από τα πρακτικά της Βουλής προκύπτουν τα εξής:
-Προς τα μεσάνυχτα της 11.1.1982 είχε ολοκληρωθεί η συζήτηση για την εγγραφή των μαθητών των Λυκείων, οπότε εντελώς αιφνιδίως εισάγεται προς ψήφιση η επιβολή του μονοτονικού. Μετά από ερώτηση του Ευάγγελου Αβέρωφ, ποιό είδος μονοτονικού σκέφτεται να εφαρμόσει η Κυβέρνηση, στην οποία έλαβε αμήχανη απάντηση από τον υπουργό, παρενέβη ο τότε κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της αξιωματικής αντιπολίτευσης Κωνσταντίνος Μητσοτάκης και επεσήμανε, διαμαρτυρόμενος, τα ακόλουθα (σελ. 456 των Πρακτικών της Βουλής): Το άρθρο περί του μονοτονικού «προστίθεται σήμερα, την τελευταία ώρα αιφνιδιαστικώς. Αναφέρεται σε ένα μέγα θέμα…».
Ζητεί να μετατεθεί η συζήτηση του άρθρου περί μονοτονικού: «Δεν είναι δυνατόν να έχει η κυβέρνηση την απαίτηση να μάς φέρνει το θέμα αυτό το μέγα, αιφνιδιαστικά, και να απαιτεί να το ψηφίσουμε και μετά την 12ην (νυκτερινή). Η τροπολογία αναφέρεται σε ένα πολύ σοβαρό θέμα». Ανακοινώνει ότι αν η κυβέρνηση επιμείνει, η αξιωματική αντιπολίτευση είναι υποχρεωμένη να αποχωρήσει από την αίθουσα. Στη συνέχεια, δευτερολογεί και επισημαίνει τη σοβαρότητα του θέματος, ότι κακώς αυτό προτείνεται με τροπολογία, ότι κακώς καλείται η Βουλή να το συζητήσει μετά το μεσονύκτιο, ότι η αντιπολίτευση δεν έχει προλάβει να ενημερωθεί: «Δεν έχουμε κανένα φάκελο. Δεν έχει καμμιά σχέση με το συζητούμενο νομοσχέδιο. Είναι σαφές ότι είναι αντισυνταγματική η τροπολογία. Δώστε μας τον χρόνο να προετοιμαστούμε».
Από την πλευρά του ΚΚΕ, η Μαρία Δαμανάκη παρεμβαίνει δύο φορές (σελ. 457) και ζητεί αναβολή «γιατί το Σώμα έχει κουραστεί». Ο Κ. Μητσοτάκης επανέρχεται λέγοντας: «Εφόσον η κυβέρνησις και το προεδρείο επιμένουν εις αυτόν τον αντιδημοκρατικό και αντικοινοβουλευτικό τρόπο συζητήσεως αυτής της τροπολογίας, υπό τας συνθήκας αυτάς, λυπούμεθα ειλικρινώς, αλλά δεν δυνάμεθα να παρακολουθήσουμε τη συζήτηση και είμεθα υποχρεωμένοι να αποχωρήσουμε». Οι βουλευτές της ΝΔ αποχωρούν. Γύρω στις 2 μετά τα μεσάνυχτα ψηφίστηκε η τροπολογία για το μονοτονικό, από τριάντα παρόντες βουλευτές (κατά την δήλωση τού Παναγιώτη Κανελλόπουλου).
Η ομάδα…
Πριν φτάσει η υπόθεση στη βουλή στο πλαίσιο της ομάδας που συγκροτήθηκε το 1981 με πρωτοβουλία του τότε υπουργού Παιδείας Ελευθέριου Βερυβάκη, αναπτύχθηκαν δύο διαφορετικές τάσεις-συστήματα: Αυτό που ονομάστηκε «σύστημα της πλειοψηφίας», και το «αντίπαλο», αυτό δηλαδή που πήρε το όνομα «σύστημα της μειοψηφίας».
― Σύστημα της πλειοψηφίας: Πρόκειται για το είδος του μονοτονικού που συγκέντρωσε την υποστήριξη των περισσότερων μελών της ομάδας εργασίας που συγκρότησε το υπουργείο Παιδείας. Η εν λόγω πρόταση προέβλεπε:
• Κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων.
• Χρήση του ενός σημαδιού στις λέξεις που κατά την ανάγνωση θα μπορούσαν να παρατονιστούν, δηλαδή σε όλες τις λέξεις που έχουν δύο και περισσότερες συλλαβές.
• Τα μονοσύλλαβα δε χρειάζονται τονικό σημάδι, γιατί το αν θα διαβαστούν τονισμένα ή άτονα εξαρτάται από το γλωσσικό πλαίσιο στο οποίο βρίσκονται.
• Είναι δύσκολο να βρεθούν και να εφαρμοστούν ένας ή περισσότεροι κανόνες για το πότε έχουν δυναμικό-πραγματικό τόνο κάποιες λέξεις.
• Εξαίρεση αποτελούν τα μονοσύλλαβα «πώς» και «πού» όταν είναι ερωτηματικά, και το διαζευκτικό «ή». Στις περιπτώσεις αυτές, και μόνο τότε, παίρνουν τόνο.
― Σύστημα της μειοψηφίας: Με ανάλογο τρόπο, όταν χρησιμοποιούμε τον όρο «σύστημα της μειοψηφίας», αναφερόμαστε στο σύστημα που υποστηρίχθηκε από μικρό αριθμό ατόμων στην εν λόγω ομάδα. Τα χαρακτηριστικά του συστήματος αυτού είναι τα εξής:
• Καταργούνται τα πνεύματα, αλλά διατηρούνται τα τονικά σημάδια σε όλες τις μονοσύλλαβες λέξεις.
• Εξαίρεση στον παραπάνω κανόνα αποτελούν τα άρθρα ο, η, οι, που δεν τονίζονται.
• Επιπλέον, τα «που» και «πως», όταν δεν είναι ερωτηματικά, δε δέχονται τόνο.
• Τέλος, από τα μονοσύλλαβα τόνο δεν παίρνουν το μόριο «ως» και όλα τα εγκλιτικά.
Κάποια από τα κείμενα που γράφτηκαν την εποχή εκείνη για το μονοτονικό σύστημα αποτέλεσαν πεδίο για την ανάπτυξη πολιτικής αντιπαράθεσης. Συγκεκριμένα, στις εφημερίδες της συμπολίτευσης δημοσιεύτηκαν κείμενα στα οποία κυρίαρχο ήταν το στοιχείο της επιβράβευσης της πολιτικής που ακολούθησε το κυβερνών κόμμα στο συγκεκριμένο ζήτημα, καθώς και της κριτικής στην αντιπολίτευση για τη στάση της. Αντίστοιχα, οι αντιπολιτευτικές εφημερίδες χρησιμοποίησαν την περίπτωση του μονοτονικού συστήματος για να καυτηριάσουν την τακτική που υιοθέτησε η κυβέρνηση. Τα δημοσιεύματα των εφημερίδων τόσο της συμπολίτευσης όσο και της αντιπολίτευσης αποτέλεσαν ουσιαστικά τη μεταφορά της διαμάχης που αναπτύχθηκε για το μονοτονικό σύστημα ανάμεσα στη κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ και στην αντιπολίτευση της ΝΔ από τη Βουλή στον τύπο και μέσω αυτού στο ευρύ κοινό.
Όμως κυβέρνηση και αντιπολίτευση βρέθηκαν να διαφωνούν για τον τρόπο με τον οποίο θα προωθούνταν η «επίμαχη» μεταρρύθμιση και όχι για το αν θα έπρεπε ή όχι να καθιερωθεί το μονοτονικό σύστημα, καθώς κανένα από τα κόμματα του ελληνικού Κοινοβουλίου δε φάνηκε να έχει ενστάσεις. Αποτέλεσμα της αντιπαράθεσης αυτής ήταν η αποχώρηση της ΝΔ από τη διαδικασία, με το αιτιολογικό ότι η ώρα ήταν περασμένη και δεν έφτανε ο χρόνος προκειμένου να συζητηθεί ένα τόσο σημαντικό θέμα. Τελικά η τροπολογία 2, που περιλαμβανόταν στο νομοσχέδιο για τον τρόπο διεξαγωγής των εισαγωγικών εξετάσεων και προέβλεπε την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος, ψηφίστηκε από τους βουλευτές της συμπολίτευσης και τους βουλευτές της ελάσσονος αντιπολίτευσης.
Το ιστορικό…
Η διαμάχη αυτή για το μονοτονικό στην πραγματικότητα ξεκίνησε ένα αιώνα πριν όπως ακριβώς είχε αρχίσει και το ζήτημα του γενικότερου γλωσσικού.
Πρωτοπόρος στην κίνηση αυτή είναι ο Νικόλαος Φαρδύς, που το 1884 επιχειρεί σε ένα κείμενο που δημοσιεύει να απαλλάξει την καθαρεύουσα από τους τόνους και τα πνεύματα.
Ανάλογες πρωτοβουλίες πήραν οι Ισίδωρος Σκυλίτσης και Αλέξανδρος Πάλλης. Ειδικότερα, ο Ισίδωρος Σκυλίτσης το 1886 θα προτείνει την απάλειψη της ψιλής και της βαρείας, ενώ λίγα χρόνια αργότερα ο Α. Πάλλης θα προχωρήσει ένα βήμα παραπέρα, μιας και όχι μόνο θα προτείνει, αλλά και θα εφαρμόσει στα κείμενά του την κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων.
Το ίδιο πνεύμα, της απλοποίησης δηλαδή του ορθογραφικού και τονικού συστήματος, διακρίνει τα κείμενα και πολλών άλλων γλωσσολόγων και λογοτεχνών που από το 1884 και εξής εμφανίζονται ως θερμοί υποστηρικτές μιας τέτοιας προοπτικής. Όπως το γλωσσολόγο Γεώργιο Χατζιδάκι, που το 1911 προτείνει την απλοποίηση του τονισμού στα σχολεία. Ο Χατζιδάκις θα προχωρήσει στην πρόταση αυτή μετά από τη διαπίστωση πως η ορθογραφία και το περίπλοκο σύστημα που εφαρμοζόταν τότε στην εκπαίδευση προκαλούσαν μεγάλα προβλήματα στους μικρούς μαθητές που προσπαθούσαν να μυηθούν στην ελληνική γλώσσα.
Χαρακτηριστική περίπτωση υποστηρικτή του απλοποιημένου τονικού συστήματος αποτελεί και ο Μανόλης Τριανταφυλλίδης, που το 1913 προτείνει ένα ριζοσπαστικό σύστημα. Ωστόσο ο Τριανταφυλλίδης δε θα επιχειρήσει ποτέ να χρησιμοποιήσει το σύστημα αυτό στα κείμενά του.
Την υιοθέτηση του απλοποιημένου τονικού συστήματος θα υποστηρίξουν με τη σειρά τους, μέσα στα επόμενα χρόνια, και άλλοι άνθρωποι των γραμμάτων και του πνεύματος, μεταξύ αυτών οι Ε. Γιανίδης, Εμμανουήλ Κριαράς, Γ. Θεοτοκάς, Άγγελος Τερζάκης, Βασίλης Ρώτας και πλήθος άλλων γλωσσολόγων και λογοτεχνών.
Το 1931 ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Παπανδρέου απευθύνθηκε στις Φιλοσοφικές Σχολές της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, καθώς και στην Ακαδημία Αθηνών, και τους ζήτησε να υποβάλλουν κάποιες προτάσεις για τη μεταρρύθμιση του ορθογραφικού και του τονικού συστήματος. Τότε ο Παπανδρέου δεν έλαβε καμία απάντηση, αν και, όπως έγινε γνωστό εκ των υστέρων, στη Φιλοσοφική Σχολή της Θεσσαλονίκης και στην Ακαδημία Αθηνών διαμορφώθηκαν κάποιες προτάσεις για το θέμα.
Το 1938, μεσούσης της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, θα συγκροτηθεί από τον ίδιο το δικτάτορα μια επιτροπή, με επικεφαλής το γλωσσολόγο Μανόλη Τριανταφυλλίδη, που σκοπό είχε να συντάξει τη γραμματική της δημοτικής. Στο πλαίσιο της δραστηριότητας αυτής, η επιτροπή θα προτείνει και την απλοποίηση του τονικού συστήματος, την αντικατάσταση δηλαδή του τόνου με ένα σημάδι και την κατάργηση των πνευμάτων. Ο Μεταξάς ωστόσο θα απορρίψει την πρόταση με το αιτιολογικό ότι οι θέσεις των μελών της επιτροπής έρχονταν σε αντίθεση με τις θέσεις του Εκπαιδευτικού Συμβουλίου.
Η τρίτη, έμμεση, προσπάθεια της πολιτείας να διευθετήσει το θέμα του τονισμού σημειώνεται δύο μόλις χρόνια μετά τη μεταπολίτευση, το 1976, επί πρωθυπουργίας Κωνσταντίνου Καραμανλή. Ο τότε υπουργός Παιδείας Γεώργιος Ράλλης συγκρότησε μια επιτροπή στην οποία ανέθεσε την εξέταση της νέας γραμματικής. Η επιτροπή αυτή θα εξετάσει και το ζήτημα του τονισμού και μετά από ομόφωνη απόφαση θα εισηγηθεί στην ηγεσία του υπουργείου την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος, εισήγηση που όμως θα σταματήσει μπροστά στους δισταγμούς της πολιτείας να προχωρήσει στην εφαρμογή της.
Η τελευταία ανάμειξη της πολιτείας στο θέμα του τονισμού της ελληνικής γλώσσας ήταν το 1981-1982, οπότε εισάγεται και ψηφίζεται από τη Βουλή τροπολογία που προβλέπει την καθιέρωση του μονοτονικού. Αναλυτικότερα, το Δεκέμβριο του 1981, με πρωτοβουλία του υπουργού Παιδείας Ελευθέριου Βερυβάκη, συγκροτείται μια ειδική ομάδα εργασίας με πρόεδρο τον Εμμ. Κριαρά και μέλη τους Φ. Κρακριδή, Χρ. Τσολάκη, Β. Φόρη, Δ. Τομπαΐδη, Α. Βουγιούκα, Χρ. Μιχαλά, Α. Κοτλίτσα και Αλ. Σιδέρη. Έργο της ομάδας αυτής ήταν να επεξεργαστεί και να υποβάλλει μια πρόταση για τον τρόπο με τον οποίο θα έπρεπε να τονίζεται η ελληνική γλώσσα. Η πρόταση που η ομάδα εργασίας διαμορφώνει υποβάλλεται το Δεκέμβριο του ίδιου χρόνου στο υπουργείο Παιδείας, το οποίο ταυτόχρονα ζητάει και από το ΚΕΜΕ να γνωμοδοτήσει πάνω στο θέμα του τονισμού. Το ΚΕΜΕ υιοθέτησε και πρότεινε το σύστημα που είχε μειοψηφήσει στην ομάδα εργασίας του υπουργείου Παιδείας. Τελικά, στις 12 Ιανουαρίου 1982, και κάτω από τις συνθήκες που έχουμε ήδη περιγράψει, η ελληνική Βουλή αποφάσισε την καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος, που είχε πλειοψηφήσει στην ομάδα εργασίας.
Ακόμη και σήμερα δεν είναι λίγοι που θεωρούν ότι η καθιέρωση του μονοτονικού συστήματος έβλαψε και πρέπει να επανέλθει το πολυτονικό σύστημα! Πρώτη και καλύτερη η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδας που ζήτησε να επιστρέψουμε στα πνεύματα και στις περισπωμένες!
Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών Χριστόδουλος Τότε είχε αναφερθεί «στα της πραξικοπηματικής επιβολής του μονοτονικού συστήματος γραφής τις μεταμεσονύκτιες ώρες της 11ης Ιανουαρίου 1982» και είχε υποστηρίξει : “Διαπιστώνουμε, λοιπόν, ότι η επιβολή του Μονοτονικού και η επί ένα τέταρτο αιώνος εφαρμογή του, επέτυχε:
– Να διχάσει τους ανθρώπους των γραμμάτων
– Να δυσκολέψει την ετυμολογία των λέξεων, με αποτέλεσμα την απομάκρυνση του λαού από το αρχικό νόημά τους
-Να επιφέρει σύγχυση στην ορθογραφία, με κίνδυνο κατολισθήσεως στην φωνητική γραφή δ) Να στερήσει τον γραπτό μας λόγο από την αισθητική του ομορφιά
-Να καταστρέψει, εν πολλοίς, τη σωστή και ρυθμική προφορά του λόγου, με άφευκτη διολίσθηση στον βατταρισμό και τον βαρβαρισμό
-Να δυσκολέψει αφάνταστα τις κλασικές και ανθρωπιστικές σπουδές, με τραγικά για το όλο πνευματικό επίπεδο των Νεοελλήνων και την συνείδηση της εθνικής μας συνέχειας αποτελέσματα ζ) Να προβάλει ως παιδαγωγικό ιδεώδες την ήσσονα προσπάθεια και να επιβραβεύσει την οκνηρία
-Να δώσει τραγικά δείγματα οσφυοκαμψίας ενώπιον των μεγάλων συμφερόντων πολυεθνικών εταιρειών, διαφημιστικών γραφείων, εκδοτικών οίκων, εφημερίδων και περιοδικών.
Οκτώ «επιτυχίες», όσα και τα «Ουαί υμίν» του Χριστού προς τους Γραμματείς και Φαρισσαίους της εποχής Του…
Το Μονοτονικό είχε πει ότι απέτυχε:
– Να πείσει για την αθωότητα των κινήτρων της αιφνιδίας και δυναστικής επιβολής του
-Να κρύψει κάτω από τον διάτρητο μανδύα της «χρησιμότητος» το ψηλαφητό σκότος της βαρβαρότητος που φέρει εν εαυτώ :
-Να διευκολύνει την μάθηση
-Να προαγάγει τους σκοπούς της παιδείας.
Επίσης είχαν αντιδράσει και ορισμένοι πνευματικοί άνθρωποι. Όπως ο Δημήτρης Χορν που είχε δηλώσει:
«…Οι ποιητές και οι λογοτέχνες δίνουν την φυσιογνωμία του έθνους. Αυτή λοιπόν τη φυσιογνωμία επιχειρούν σήμερα να την παραμορφώσουν. Δεν έχουμε φυσιογνωμία ελληνική. Υπάρχει μια νοοτροπία που θέλει να τα απλοποιήσει όλα. Κι αναρωτιέμαι γιατί; Γιατί οι άνθρωποι δεν πρέπει να μοχθούν; Γιατί ο καρπός του μόχθου περιφρονείται τόσο πολύ, ενώ τόσο ανάγκη τον έχουμε τώρα ειδικά που ανήκουμε στην Ευρώπη και χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε τα πνευματικά όπλα; Αυτή η νοοτροπία της απλοποιήσεως μας έχει οδηγήσει στο σημείο να κακοποιούμε και να εκχυδαϊζουμε τα πάντα. Είναι απελπιστικό, οδυνηρό, για να μην πω θανατηφόρο. Αναρωτιέται λοιπόν κανείς τι θα παραλάβει και από ποιους η νέα γενιά με την οποία τόσο πολύ ασχολείται η παρούσα κατάστασις. Τι σκοπό έχουν άραγε οι υπεύθυνοι που μεταχειρίζονται τόσο άσχημα την γλώσσα; Τι τέλος πάντων θέλουν να παραδώσουν και από ποιούς το παρέλαβαν; Υβρις και τίποτε άλλο χαρακτηρίζει την παρούσα κατάσταση. Υβρις και δυστυχώς, της ύβρεως, πάντοτε έπεται η Νέμεσις. Τώρα βέβαια μιλάμε περί πολιτιστικού κόσμου, περί πολιτιστικών εκδηλώσεων. Τι θα πει πολιτιστικό; Παίζουμε με τις λέξεις. Λέμε λέξεις. Και βεβαίως πίσω απ’ αυτές τις λέξεις δεν υπάρχει τίποτε άλλο παρά ένας μοναδικός σκοπός: Η ερείπωση της γλώσσας, η κατάργηση των εννοιών, ώστε οι άνθρωποι ούτε να συνεννοούνται, ούτε να μπορούν να σκέφτονται. Γιατί μόνον έτσι θα μπορούν ορισμένοι να κάνουν την δουλειά τους: Να θάψουν τον τόπο. (…) Είμαι Ελληνας, γι’ αυτό πονώ και υποφέρω για ό,τι βλέπω μπροστά μου. Για ό,τι αισθάνομαι να έρχεται…».
Ο Νικηφόρος Βρεττάκος είχε δηλώσει:
«…Υπερτιμήθηκε η άποψις ότι διευκολύνει τους μαθητές, κάτι που, ίσως, είναι αντιπαιδαγωγικό. Υπάρχει άλλωστε και μια παράδοση που εκφράζει την άποψη μεγάλων παιδαγωγών, οι οποίοι επιμένουν ότι το παιδί πρέπει να κοπιάζει για να γίνει άνθρωπος ικανός, ώστε στην ζωή του ν’ αντιμετωπίσει όλες τις αντιξοότητες. Υποστηρίχτηκε, επίσης, υπέρ τού μονοτονικού και η άποψη ότι διευκολύνονται οι τυπογράφοι και οι στοιχειοθέτες, γενικά και ότι οι εκδόσεις, πάλι γενικά, γίνονται οικονομικότερες. Παραγνωρίστηκαν, όμως, οι λόγοι που επέβαλαν στους Αλεξανδρινούς χρόνους, την καθιέρωση των τόνων, οι οποίοι ισχύουν και σήμερα. Πολλές φορές, τα γραπτά μου δεν διαβάζονται σωστά όταν τυπώνονται στο μονοτονικό. Ας ελπίσουμε ότι θα επανεξεταστεί μελλοντικά το θέμα και ότι θα επικρατήσουν σωφρονέστερες απόψεις…».
Και ο Κορνήλιος Καστοριάδης είχε αναφέρει :
«… Αν δεν θέλετε, κύριοι του υπουργείου, να κάνετε φωνητική ορθογραφία, τότε πρέπει ν’ αφήσετε τους τόνους και τα πνεύματα, γιατί αυτοί που τους βάλανε ξέρανε τι κάνανε. Δεν υπήρχαν στα αρχαία ελληνικά, γιατί απλούστατα υπήρχαν μέσα στις ίδιες τις λέξεις. Αυτοί, οι Κριαράς και οι άλλοι, τα κτήνη τα τετράποδα που έκαναν αυτές τις μεταρρυθμίσεις – αυτό παρακαλώ να γραφεί στις εφημερίδες- δεν ξέρουν τι είναι γλώσσα. Δεν ξέρουν αυτό που γνώριζε η κόρη μου στα τρία της χρόνια. Μάθαινε μία λέξη και μετά έψαχνε για τις συγγενείς της. Αυτό είναι μια γλώσσα. Ενα μάγμα, ένα πλέγμα, όπου οι λέξεις παράγονται οι μεν από τις δε, όπου οι σημασίες γλιστράνε από τη μία στην άλλη, είναι μια οργανική ενότητα από την οποία δεν μπορείς να βγάλεις και να κολλήσεις πράγματα, δυνάμει μιας ψευτοκυβερνήσεως, καθισμένος σ’ ένα γραφείο στο υπουργείο Παιδείας. Η κατάργηση των τόνων και των πνευμάτων είναι η κατάργηση της ορθογραφίας, που είναι τελικά η κατάργηση της συνέχειας. Ηδη, τα παιδιά δεν μπορούν να καταλάβουν Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, γιατί αυτοί είναι γεμάτοι από τον πλούτο των αρχαίων ελληνικών. Δηλαδή, πάμε να καταστρέψουμε ό,τι κτίσαμε. Αυτή είναι η δραματική μοίρα τού σύγχρονου ελληνισμού.»
ΠΗΓΕΣ :
*Αντωνία Φασουλιώτη
Η ΚΑΘΙΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΜΟΝΟΤΟΝΙΚΟΥ ΔΕΝ ΠΡΟΚΑΛΕΣΕ ΤΟΝ ΑΝΑΜΕΝΟΜΕΝΟ «ΗΘΙΚΟ ΠΑΝΙΚΟ»
*ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΝΕΜΕΣΙΣ
*Α. Βουγιούκας, «Το μονοτονικό στην τελική του φάση», Το Βήμα, 14/1/1982α Εμμ. Κριαράς, «Δεν είναι λύση το μισό μονοτονικό», Το Βήμα, 14/2/1982α Α. Βουγιούκας, «Το μονοτονικό ζήτημα γλωσσο-εκπαιδευτικό», Το Βήμα, 22/1/1982α «Το μονοτονικό» (επιστολή της Αλόης Σιδέρη), Το Βήμα, 23/1/1982.
*«Καμία αντίρρηση χθες στη Βουλή για το μονοτονικό», Το Βήμα, 12/1/1982α «Στις 12:30 η ΝΔ αποχώρησε πριν τη συζήτηση του άρθρου 2», Έθνος, 12/1/1982α «Η ΝΔ σαμποτάρει τη συζήτηση για το μονοτονικό», Ελευθεροτυπία, 12/1/1982α «Κατά του μονοτονικού», Ελευθεροτυπία, 13/1/1982.
*«Το μονοτονικό και η αποχώρηση της ΝΔ», Καθημερινή, 13/1/1982α «Αιφνιδιαστικά χθες εισήχθη τροπολογία για το μονοτονικό», Καθημερινή, 12/1/1982.
*Βήμα, 16/1/1982, «Δεν είναι λύση το μισό μονοτονικό», του Εμμ. Κριαρά.
*Βήμα, 6/2/1982, «Πώς ξεκίνησε, πού έφθασε το μονοτονικό», του Κ. Σακελλαρίου.
Εφημερίδα ΠΑΤΡΙΣ, 2006