Ο Βασίλης Καρράς πίστευε πως η ευτυχία δεν κρύβεται στα χρήματα αλλά και πως τα λεφτά είναι απαραίτητα για να διευκολύνει ο άνθρωπος τη ζωή του. Στις συνεργασίες του υπήρξε πιστός και τίμιος αλλά διεκδικούσε, με κάθε τρόπο, τις αμοιβές που θεωρούσε ότι αξίζει, κάνοντας σκληρές και έξυπνες διαπραγματεύσεις. Για πολλά χρόνια στερήθηκε ακόμη και τα απαραίτητα δούλεψε όμως σκληρά και ασταμάτητα, καταφέρνοντας να γίνει ένας από τους δημοφιλέστερους λαϊκούς τραγουδιστές όλων των εποχών και να δημιουργήσει μια περιουσία, η οποία, όπως αποκαλύφθηκε χθες, μετά το άνοιγμα της διαθήκης του, ξεπερνά τα 10 εκατομμύρια ευρώ, σε ακίνητα και μετρητά, που κληρονόμησαν η σύζυγος και η κόρη του.
Γεννήθηκε και μεγάλωσε μέσα στη φτώχεια. Σε μια παράγκα, στο Κοκκινοχώρι Καβάλας, δίπλα σ΄ένα ρέμα, που όταν έβρεχε δυνατά, γκρεμιζόταν. Ως παιδί έκανε τα πάντα για να βοηθήσει την οικογένειά του. Ζούλεψε στην οικοδομή, στα χωράφια, πουλούσε κουλούρια και λαχεία και έτρωγε ψωμί με λίγο λάδι για να τιθασεύσει την πείνα του.
Ωστόσο ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Με ότι κι αν καταπιανόταν φρόντιζε να το κάνει καλά. Ξεχώρισε ως μηχανικός αυτοκινήτων, επάγγελμα με το οποίο ασχολήθηκε στα νεανικά του χρόνια, ως τραγουδιστής όμως θριάμβευσε, άλλαξε τα δεδομένα της νυχτερινής διασκέδασης και ανέβασε τα νυχτοκάματα σε ύψη που ως τότε έμοιαζαν άπιαστα.
Τα πρώτα του καλά χρήματα τα έβγαλε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του ’70, τότε που τραγουδούσε στην Γερμανία. Μεγάλο το μαράζι της ξενυχτιάς, μεγάλα και τα ποσά των λογαριασμών σε ποτά και πιάτα. Ένα σημαντικό μέρος των χρημάτων αυτών ωστόσο, όπως ο ίδιος εξομολογήθηκε στην βιογραφία του με τίτλο «Καλησπέρα και Καλή Βραδιά», που έγραψε ο Θάνος Κανούσης και κυκλοφορεί εδώ και λίγες ημέρες από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής», χάθηκαν στον τζόγο, παίχτηκαν στο μπαρμπούτι στο οποίο ήταν εθισμένος για περίπου 10 χρόνια.
Διεκδίκησε και πήρε υψηλές αμοιβές
Επιστρέφοντας στη Θεσσαλονίκη, κάπου εκεί στις αρχές του ΄80 δεν μπορούσε και δεν ήθελε να συμβιβαστεί με τις 1700 δρχ τη βραδιά που έδιναν τότε οι μαγαζάτορες. Στη Γερμανία έβγαζε τα 10πλάσια αλλά δεν μπορούσε να μην ικανοποιήσει την επιθυμία της αγαπημένης του Χριστίνας να φτιάξουν ένα σταθερό και μόνιμο σπιτικό για τη νέα οικογένεια που είχαν δημιουργήσει.
Δεδομένου όμως πως γνώριζε εκ των έσω πως λειτουργούσε η νύχτα, είχε πλήρη εικόνα για τους τζίρους του κάθε μαγαζιού, αντιλαμβανόταν από πού έρχονταν τα περισσότερα χρήματακαι έκανε μόνος του τις δημόσιες σχέσεις του εαυτού του, κινήθηκε μεθοδικά έτσι ώστε να εξασφαλίσει τις αμοιβές που θεωρούσε ότι δικαιούνταν. Και τα κατάφερε καθώς ήταν ο πρώτος τραγουδιστής που πήρε ποσοστά από τα σπασμένα πιάτα.
Όσο το όνομα και η φήμη του μεγάλωναν, τόσο μεγαλύτερες αμοιβές διεκδικούσε καθώς έφερνε κόσμο και χρήμα όπου κι αν εμφανιζόταν. Από τα πιο γνωστά μαγαζιά της Θεσσαλονίκης μέχρι εκείνα της επαρχίας όπου το χρήμα έρεε άφθονο και τα χαρτονομίσματα στην πίστα έπεφταν βροχή. Όταν οι άλλοι έπαιρναν 600 δραχμές, ο Καρράς έβγαζε μέχρι και δέκα χιλιάδες δραχμές τη βραδιά.
Ως γνήσιο επιχειρηματικό πνεύμα, δεν άφησε την φιλοδοξία του να τον παρασύσει. Το αγαπούσε πολύ το τραγούδι μα πάνω απ΄ όλα ήταν η δουλειά του, το μέσο που εξασφάλιζε, σε εκείνον αι την οικογένειά του, μια άνετη ζωή, αυτό δηλαδή που είχε στερηθεί για πολλά χρόνια. Ακριβώς γι΄ αυτό και δεν βιάστηκε να κατέβει στην Αθήνα παρότι οι προτάσεις, έπεφταν βροχή. Όταν το 1984 ο ιδιοκτήτης του νυχτερινού κέντρου «Γέφυρα» τού ζήτησε να τραγουδήσει στο μαγαζί του, έναντι 60.000 δρχ τη βραδιά, εκείνος αρνήθηκε ευγενικά. Τού απάντησε αρχικά πως δεν ένιωθε ακόμη έτοιμος στο τέλος όμως αναγκάστηκε να τού αποκαλύψει πώς στην Θεσσαλονίκη έβγαζε τα τριπλάσια.
Η κάθοδος στην πρωτεύουσα ήρθε αργά και μελετημένα, το 1990. Η μεγάλη επιτυχία δίσκου «Δεν πάω πουθενά, εδώ θα μείνω» είχε εκτοξεύσει τη φήμη του, όχι μόνον στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο όπου ταξίδευε τότε κάνοντας περιοδείες. Το πρώτο αθηναϊκό μαγαζί που εμφανίστηκε ήταν το «Νέο Στορκ». Ο χαμός που έγινε τότε έχει αφήσει εποχή στην ιστορία της νυχτερινής διασκέδασης. Το «φαινόμενο από την Θεσσαλονίκη», όπως χαρακτηριστικά τον αποκαλούσαν, έσκισε.
Το χωριό της Ειρήνης
Ανάμεσα στα ακίνητα περιουσιακά στοιχεία του Βασίλη Καρρά, ήταν, σύμφωνα με την διαθήκη του, η μονοκατοικία όπου ζούσε στην Θεσσαλονίκη, ένα πολυτελές διαμέρισμα στην Αθήνα, ένα παραθαλάσσιο εξοχικό αλλά και το κτήμα στον τόπο που γεννήθηκε και μεγάλωσε, το Κοκκινοχώρι Καβάλας. Εκεί, στα χώματα που είχε μουσκέψει με τον ιδρώτα του από μικρό παιδί, στην πλαγιά του Λόφου Καρδίας, με θέα στον Θερμαϊκό, δημιούργησε το «Χωριό της Ειρήνης», έναν επίγειο παράδεισο, με πολύ πράσινο, πισίνες, γήπεδα τένις, πάρκινγκ 4.000 θέσεων, αίθουσες εκδηλώσεων, εστιατόριο, λαογραφικό μουσείο που έδινε παράλληλα τη δυνατότητα στους επισκέπτες του να γνωρίσουν από κοντά τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Για την δημιουργία του έβαλε βαθιά το χέρι στην τσέπη, το έκανε όμως με όλη του την καρδιά, καθώς όπως έλεγε, ήθελε να φτιάξει κάτι που να μείνει γι΄ αυτόν τον τόπο που τον βοήθησε να γίνει αυτό που έγινε. Το κόστος συντήρησης, ωστόσο, ήταν τεράστιο και η οικονομική κρίση έκανε τα πράγματα ακόμη δυσκολότερα.