Του Κυριάκου Σκιαθά
Ο Νικηταράς (Νικήτας Σταματελόπουλος) από μικρό παιδί είχε έντονα τα αισθήματα, της καταγωγής του από μεγάλη ηρωική και πατριωτική οικογένεια, της εθνικής και χριστιανικής του καταγωγής και του αισθήματος της αντί πάσης θυσίας τιμωρίας των τυράννων του έθνους.
Κατά τη διάρκεια του Αγώνα η ηρωική του φήμη είχε προσπεράσει τα όρια της επαναστατημένης Ελλάδας. Τους Φιλέλληνες και τους επιφανείς άνδρες της Εσπερίας περισσότερο συγκινούσαν η ανιδιοτέλεια, η απλοϊκότητα και γλυκύτητα αλλά σταθερότητα του χαρακτήρα του, η μετριοφροσύνη, η ταπεινοφροσύνη, ο βαθύς ανθρωπισμός του, η σωφροσύνη, η περίσκεψη, η αποφασιστικότητά του στο πεδίο της μάχης και προ παντός η ακλόνητη πίστη του και αγάπη προς την πατρίδα και την ελευθερία.
Αυτό το πρότυπο της παλικαριάς και της αρετής, «καταδίκασε» η ελληνική ιστοριογραφία να μείνει στην Ιστορία του 1821 με το όνομα Τουρκοφάγος, προσωνύμιο που κέρδισε για την ανδρεία του στη μάχη των Δολιανών, τον Μάιο του ’21.
«…ο Τουρκοφάγος αθλητής
του γένους νέος ακρίτας…»,
γράφει ο Κωστής Παλαμάς.
Εξυπηρετούσε τις κρατούσες εθνικό – πολιτικές επιδιώξεις ο Νικηταράς να παραμένει στο κάδρο της Ιστορίας μόνο σαν φοβερή πολεμική μηχανή κοπής τουρκικών κεφαλών, αποστερημένος από φιλάνθρωπα αισθήματα και πνευματικά ενδιαφέροντα. Και όμως, ο «πνευματικός» Νικηταράς, αυτός ο άριστος γιαταγανλής, ήταν ο πρώτος που προσπάθησε τον τρίτο χρόνο της Επανάστασης, μέσα στην φωτιά του πολέμου, να δημιουργήσει θεατρική σκηνή στον ήδη ελεύθερο Μοριά. Τον Σεπτέμβριο του 1823 όντας πολιτάρχης (αστυνόμος) του Ναύπλιου ενήργησε ώστε να λειτουργήσει στην πόλη θέατρο για τη ψυχαγωγία των στρατιωτών, των ανήμπορων πολεμιστών και των γυναικόπαιδων, δημιουργώντας ταυτοχρόνως και άλλες κοινωνικές δομές. Με έγγραφό του προς τον υπουργό των Εσωτερικών Γρηγόριο Δικαίο (Παπαφλέσσα) ζητούσε από τη Διοίκηση κτίρια για να δημιουργήσει θέατρο, σχολείο και νοσοκομείο.
«Ἐξοχώτατε Ὑπουργέ τῶν Ἐσωτερικών
Ἐπειδή καί εἰς τἠν ἀνθρωπότητα τό πρῶτον ἀγαθόν πρᾶγμα εἶναι ἡ παιδεία, καθώς πρός τούτοις εἰς τήν ἰδίαν, ἱερώτατον καί ἡ ὑπεράσπισις τῶν πτωχῶν ἀσθενῶν, μάλιστα δέ τῶν στρατιωτῶν, ζητῶ διά τοῦ παρόντος μου μέσον τοῦ Ὑπουργείου τούτου παρά τῆς Ὑπερτάτης Διοικήσεως, ἵνα δοθῶσιν εἰς την ἐξουσίαν μου, πρῶτον το τζαμί τοῦ Ἀγάπασσα μεθ’ ὅλα του τά περιεχόμενα ἐργαστήρια, ἵνα χρησιμεύσῃ διά θέατρον, δεύτερον τήν μεγάλην οἰκίαν εὐρισκομένην εἰς τό πλάτωμα ἀπέναντι τοῦ τζαμίου, ἵνα χρησιμεύσῃ διά σχολεῖον μεθ’ ὅλα του τά περιεχόμενα ἐργαστήρια, και τρίτον ἕνα ὀσπίτιον μεγάλον κατά τά πέντε Ἀδέλφια, ἵνα χρησιμεύσῃ διά Νοσοκομεῖον, διά τά ὁποῖα ἀφ’ οὗ μοῦ δοθῇ ἡ ἄδεια, ἀφίνω ἐπίτροπον διά να τά τελειώσῃ, παρακαλώντας την ‘Υπερτάτην διά να ἤθελεν διορήσῃ ἕναν ἐπιστάτην της, ἵνα μετά τοῦ ἐδικοῦ μου λαμβάνωσι τά εἰσοδήματα, και κάμνωσι τά ἔξοδα, καί χρονικῶς δίδωσι λογαριασμόν.
Ὅθεν καί να ἔχω την ἀπόκρισιν, προσκυνῶ καί μένω.
Ἐκ Ναυπλοίου τῇ 25 9βρίου 1823
Νικήτας Σταματελόπουλος»
Δυστυχώς, τα πνευματικά του σχέδια σταμάτησε ο εμφύλιος σπαραγμός στον οποίο ενεπλάκη ως πιστός συνεργάτης του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη και φίλος του Οδυσσέα Ανδρούτσου.
Για μια ακόμη φορά ο Νικηταράς με τη συμμετοχή του στη Φιλεκπαιδευτική Εταιρία ανέδειξε τα πνευματικά του ενδιαφέροντα. Με το βασιλικό διάταγμα της 28ης Αυγούστου 1836 είχε εγκριθεί η ίδρυση και ο κανονισμός της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας, που στόχευε στη συνεργασία της με το κράτος για τη δημιουργία κανονισμού για τα σχολεία, που μέχρι τότε δεν υπήρχε καθώς και στη λειτουργία παρθεναγωγείου ως αντίδραση σ΄ αυτό του Αμερικάνου ιερέα John Hill που θεωρούνταν από τους ισχυρούς κύκλους της Αθήνας ότι ασκούσε προσηλυτισμό. Το παρθεναγωγείο της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας ήταν η πρώτη μορφή του Αρσάκειου Αθηνών. Η χρηματοδότηση της Εταιρείας αρχικά προήλθε από ιδιώτες μεταξύ των οποίων πρώτη θέση κατείχε ο Αποστόλης Αρσάκης. Η Εταιρεία και το παρθεναγωγείο τελούσαν υπό την αιγίδα της προτεστάντισσας βασίλισσας Αμαλίας. Η ίδια γράφει στον πατέρα της στις 7/19 Δεκεμβρίου 1847: «Ένα ίδρυμα λειτουργεί υπό την αιγίδα μου στο οποίο όλοι οι δάσκαλοι, οι δασκάλες και οι διευθυντές είναι χριστιανοί ορθόδοξοι». Την Εταιρεία πλαισίωσαν γνωστοί λόγιοι της εποχής και αγωνιστές του ’21. Από τα πρώτα μέλη της υπήρξε ο Νικηταράς. Μάλιστα στο βιβλίο των μελών της αναφέρεται με αριθ. 176, ως Πελοποννήσιος στρατιωτικός.