Το απόγευμα της 27ης Απριλίου 1941 τα πρώτα Γερμανικά τμήματα εκ μηχανοκινήτων μονάδων εισήρχοντο άνευ ουδεμιάς αντιστάσεως εις το Ναύπλιον. Τα καταστήματα και αι οικίαι ήσαν κατάκλειστοι.
Ο Γερμανός Διοικητής εξέδωκεν αμέσως διαταγήν δια της οποίας εκάλει τους πολίτας να επανέλθουν εις τα έργα των εντός ωρισμένης προθεσμίας άλλως ηπείλει ότι θα λεηλατηθούν και αι οικίαι και τα καταστήματα. Συγχρόνως εκάλει τον πληθυσμόν να παραδώση εις τα Γερμανικά τμήματα παν είδος όπλου Ελληνικού ή συμμαχικού ως και τα πάσης φάσεως πολεμικόν υλικόν, μη εξαιρουμένων και των υπό των Αγγλων εγκαταλειφθέντων τροφίμων.
Τα Γερμανικά στρατιωτικά τμήματα εyκατεστάθησαν εις τα ξενοδοχεία και εις διαφόρους χώρους και οικήματα η δε στρατιωτική Διοίκησις εις το εν τη πλατεία Συντάγματος οίκημα της Στρατιωτικής Λέσχης, ενώ ο Νομάρχης και ο Δήμαρχος εκαλούντο εις συνεργασίαν υπό του Διοικητού. Κατελήφθησαν ούτω τα περισσότερα εκ των μεγάλων δημοσίων και ιδιωτικών κτιρίων καθώς και οι στρατώνες του Πολυγώνου.
Την επομένην, ωδηγήθησαν και οι υπερεπτακόσιοι Άγγλοι στρατιώται και εξήκοντα Αξιωματικοί εκ Τολού, ένθα συνελήφθησαν αιχμάλωτοι, εις Ναύπλιον, ως ανωτέρω ανεφέραμεν. Εις την πόλιν επεκράτει απόλυτος τάξις και ησυχία. Κατά την νύκτα όμως της 2ας προς την 3ην Μαίου τινά εκ των μεγάλων καταστημάτων ευρέθησαν ανοικτά και από τα οποία είχαν διαρπαγή τα πλείστα των εν αυτοίς εμπορευμάτων.
Οι κάτοικοι βαθμηδόν άρχισαν να επανέρχωνται και το Ναύπλιον, να αποκτά την συνήθη αυτού όψιν και εμπορικήν κίνησιν. Εις την πόλιν άρχισαν ημέρα τη ημέρα να καταφθάνουν εξ Άργους και άλλα τμήματα αποτελούμενα από αλεξιπτωτιστάς, οι οποίοι συνεκεντρούντο εις το Ναύπλιον δι’ ανάπαυσιν.
Από της πρώτης ημέρας της συγκενιρώσεως των Γερμανών αλεξιπτωτιστών εν Ναυπλίω ήρχισεν η ωργανωμένη και συστηματική πλέον πλην νομιμοφανής, λεηλασία των καταστημάτων. Όλοι οι στρατιώται εξεχύθηκαν εις τα καταστήματα και ηγόραζον παντός είδους εμπορεύματα, είδη ιματισμού, υποδήσεως, τρόφιμα οικιακά σκεύη, και άλλα είδη, πληρώνοντες την αξίαν των εις μάρκα κατοχής με τα οποία είχαν αφθόνως εφοδιασθή και των οποίων την αξίαν είχε καθορίσει έναντι της δραχμής η Στρατιωτική Διοίκησις.
Κάθε αξιωματικός ή στρατιώτης συνεσκεύαzε και απέστελλε προς την οικογένειάν του εν Γερμανία από ένα δέμα καθ’ εκάστην, μέχρις ότου όλα τα καταστήματα πάσης φύσεως απεγυμνώθησαν τελείως. Οι Ναυπλιείς, βλέποντες την τοιαύτην ενέργειαν των Γερμανών έσπευσαν ν’ αγοράσουν και αυτοί ότι έκαστος ηδύνατο και ούτω εις ο διάστημα ελαχίστων ημερών δεν υπήρχε τίποτε προς πώλησιν εντός της πόλεως του Ναυπλίου.
Μετά ανάπαυσιν μιας περίπου ε8δομόδος τα τμήματα των αλεξιπτωτιστών επέστρεφαν εις το Άργος, απέμειναν δε πολύ ολίγοι Γερμανοί εις την πόλιν του Ναυπλίου. Από το αεροδρόμιον του Άργους, το οποίον εχρησιμοποιείτο πλέον υπό των Γερμανών, ήρχισεν η αεροπορική εξόρμησις διά την μεγάλην μάχην της Κρήτης. Τα αεροπλάνα των επερνούσαν επάνω από το Ναύπλιον και τον Αργολικόν κόλπον πηγαιvοερχόμενα, οι δε Ναυπλιείς με αγωνίαν παρακολούθουν πάσα επήγαιναν και πόσα επέστρεφαν, προσπαθούντες από την διαφοράν, να εξαγάγουν τον αριθμόν των απωλειών του εχθρού εις αεροπλάνα.
Διαρκούσης της μάχης της Κρήτης εις το Ναύπλιον επανήρχετο βαθμιαίως η ηρεμία και το αίσθημα κάποιας ασφαλείας. Οι κάτοικοι όμως, μαζύ με την αγωνίαν που τους συνείχε διά την τύχην των εις Κρήτην καταφυγόντων μετά του Βασιλέως και της Κυβερνήσεως Ελληνικών στρατευμάτων (εις τα οποία περιλαμβάνοντο και περί τις δύο χιλιάδες νεοσύλλεκτοι στρατιώται του Κέντρου Εκπαιδεύσεως Ναυπλίου, αναχωρήσαντες και αυτοί ολίγον προ των Άγγλων εκ του λιμένος Ναυπλίου), ανέμενον με ανυπομονησίαν και τους πολεμιστάς της Αλβανίας να επιστρέψουν διά τους οποίους δεν υπάρχον ειδήσεις.
Η μη επιβραδυνθείσα όμως άφιξις των Ναυπλιέων στρατιωτών και Αξιωματικών του Αλβανικού μετώπου εμετρίαζε πολύ το βάρος που επίεζε τα στήθη όλων και ήρχισε να βαυκαλίζει τας ελπίδας των Ναυπλιέων με γλυκείας ονειροπωλήσεις ταχείας απελευθερώσεως και θριάμβων επεκτάσεως και ευημερίας της Ελλάδος αναλόγων προς την δόξαν της και τους ύμνους τους οποίους ήκουε από όλα τα μέρη τον κόσμου.
Διότι η συμπεριφορά των Γερμανών προς τον rτληθυσμόν δεν ήτο μεν φιλική αλλά δεν ήτο όμως και αυστηρώς εχθρική.
Μετά των πολεμιστών της Αλβανίας εκ Ναυπλίου και των πέριξ χωρίων έφθασαν τότε εις το Ναύπλιον, εις οικτράν κατάστασιν και ούτοι από απόψεως ενδυμασίας και διατροφής, πολλοί Κρήτες στρατιώται και υπαξιωματικοί και παρέμειναν εις την πόλιν, μη επιτρεπομένης και μη ούσης ευκόλου της μεταβάσεώς των εις Κρήτην. Οι πολεμισταί αυτοί εστεγάσθησαν προχείρως εις τούς στρατώνας του Πολυγώνου, έτυχον δε μεγάλης στοργής και συμπαθείας από τούς κατοίκους οίτινες παντοιοτρόπως τους εβοήθησαν εφοδιάσαντες αυτούς και με πολιτικάς ενδυμασίας διά να αναχωρήσουν εις Κρήτην, όταν βραδύτερον επετράπη, καθ’ όσον απηγορεύετο να ταξιδεύσουν με στρατιωτικήν rτεριβολήν.
Ούτως είχαν τα πράγματα ότε άρχισε να διαδίδεται ευρύτατα και υπ’ αυτών ακόμη των Γερμανών, ότι γρήγορα ούτοι έμελλαν να αποχωρήσουν και να αφήσουν την θέσιν των εις τα Ιταλικά στρατεύματα, τα οποία τόσον ήσαν μισητά εις τον ελληνικόν Λαόν.
Προ της αναχωρήσεώς των εκ Ναυπλίου οι Γερμανοί εξέδωκαν προκήρυξιν διά της οποίας εκάλουν πάντα κάτοικον αποκρύπτοντα Άγγλον Αξιωματικόν ή στρατιώτην να τον παραδώσει εις τας Γερμανικάς αρχάς, εντός ορισμένης προθεσμίας, πέραν της οποίας θα ετιμώρουν τον παραβάτην με θάνατον. Εις την προκήρυξίν των αυτήν ουδεμίαν ουδαμόθεν έλαβαν απάντησιν. Πράγματι δε αρκετοί εκ των παραμεινάνrων τούτων Άγγλων στρατιωτών, οι τολμηρότεροι, εκρύβησαν εις διαφόρους οικίας εν Προνοία και εις τα πέριξ χωρία όπου, ευρόντες περίθαλψιν και προστασίαν υπό πολλών πατριωτών Ελλήνων, διέφυγαν την αιχμαλωσίαν και οι πλείστοι εξ αυτών κατά την κατοχήν διεσώθησαν και διεπεραιώθησαν εις Αίγυπτον, Τουρκίαν κλπ. επανελθόντες εις τας τάξεις των.
Περί τούτου σαφώς μαρτυροί το κατωτέρω ευχαριστήριού ψήφισμα το οποίον ήδη ευρίσκεται εντός επιχρύσου πλαισίού ανηρτημένου εις την αίθονσαν των συνεδριάσεων τον Δημοτικού Συμβουλίου, εις το Δημαρχείού Ναύπλίου αποσταλέν μετά την απελευθέρωσιν.